ιστοθετικός

ιστοθετικός
-ή, -ό
1. [ιστοθέτηση]
ναυτ. αυτός που χρησιμοποιείται στην ιστοθέτηση*
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιστοθετικά
όλα τα μηχανικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την ιστοθέτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”